Ξεκινούν, νωρίτερα φέτος, αύριο Δευτέρα 5 Ιουλίου οι θερινές εκπτώσεις οι οποίες θα διαρκέσουν έως και την Τρίτη, 31 Αυγούστου.
Ο Εμπορικός Σύλλογος Λιβαδειάς υπενθυμίζει ότι, κατά τη διενέργεια των εκπτώσεων, εκτός από την αναγραφή της παλαιάς και της νέας μειωμένης τιμής των προϊόντων που πωλούνται με έκπτωση, επιτρέπεται και η αναγραφή και εμπορική επικοινωνία ποσοστού έκπτωσης.
Εφόσον παρέχεται μειωμένη τιμή σε περισσότερα από το 60% του συνόλου των πωλούμενων ειδών, η επίδειξη του παρεχόμενου ποσοστού έκπτωσης επιβάλλεται συμπληρωματικά, οπότε θα πρέπει να αναγράφεται στην προθήκη του καταστήματος και σε οποιαδήποτε άλλη εμπορική επικοινωνία, ενώ στην περίπτωση που υπάρχουν διαφορετικά ποσοστά έκπτωσης ανά κατηγορίες προϊόντων, θα πρέπει να αναγράφεται το εύρος του παρεχόμενου ποσοστού («από …. % έως …. %»). Σε κάθε άλλη περίπτωση θα αναγράφεται ότι οι εκπτώσεις αφορούν επιλεγμένα είδη με αναφορά στο αντίστοιχο ποσοστό.
Ο τρόπος με τον οποίο υπολογίζεται και προβάλλεται η μειωμένη τιμή, πρέπει να ανταποκρίνεται στην αλήθεια και να είναι ακριβής. Οι καταστηματάρχες θα πρέπει, σε περίπτωση ελέγχου, να είναι σε θέση να αποδείξουν, ότι η παλαιά τιμή πώλησης που αναγράφεται στην πινακίδα, ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Έχει παρατηρηθεί αναφέρει ο Ε.Σ ότι, επιχειρηματίες, καλοπροαίρετα και στην προσπάθειά τους να αποφύγουν το σχετικό φόρτο εργασίας, δεν αναγράφουν στα υπό έκπτωση προϊόντα διπλές τιμές αλλά καταφεύγουν στην χρήση γενικευμένου ποσοστού μείωσης. Ωστόσο, η συγκεκριμένη πρακτική είναι παράνομη και επισύρει αυστηρές κυρώσεις. Επιβάλλεται λοιπόν προσοχή από τους καταστηματάρχες, ώστε να αναγράφουν πρώτα απ’ όλα την παλιά και νέα τιμή των προϊόντων και κατόπιν γενικευμένο ποσοστό έκπτωσης.
Όσοι παραβαίνουν τις διατάξεις περί εκπτώσεων πρέπει να γνωρίζουν ότι επιβάλλεται πρόστιμο ποσού ίσο με το 0,5% του ετήσιου κύκλου εργασιών και πάντως όχι κατώτερο από πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ. Σε περίπτωση που επιβληθεί για δεύτερη φορά πρόστιμο για την ίδια παράβαση μέσα σε διάστημα πέντε (5) ετών, το πρόστιμο αυξάνεται στο 3% του ετήσιου κύκλου εργασιών της συγκεκριμένης επιχείρησης.